Σάββατο, Φεβρουαρίου 26, 2011

-Σχετικά με τα θεμέλια του παραγωγικού διαλόγου

Πριν λίγες μέρες, διάβασα σε μια πολύ αξιόλογη ιστοσελίδα ένα ενδιαφέρον κείμενο καθώς και την συζήτηση που το ακολούθησε. Λίγο μετά η συζήτηση αυτή μεταφέρθηκε στο Buzz. Και μια που τον τελευταίο καιρό αυτό που κυρίως μας ενδιαφέρει είναι να ψηλαφήσουμε τα πολλά γιατί της θλιβερής κατάντιας μας, η αντιπαράθεση γρήγορα εξελίχθηκε σε σύγκρουση μεταξύ κάποιων κυρίαρχων απόψεων, σχετικών με την ανάπτυξη μέσω της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων της χώρας. Οι μεν εντόπιζαν εκεί την αιτία του προβλήματος. Οι δε έβρισκαν στα ίδια πράγματα τις αναγκαίες λύσεις.

Βρήκα την συζήτηση να αιωρείται στο κενό. Επειδή απουσίαζε η πιο βασική προϋπόθεση για την διεξαγωγή ενός παραγωγικού διαλόγου. Η κατ' αρχήν ελάχιστη συμφωνία στην ερμηνεία των όρων που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή των συζητούμενων πραγμάτων και καταστάσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές η προσπάθεια, όσο καλοπροαίρετη κι αν είναι, μοιάζει με αυτήν κάποιου που προσπαθεί να κτίσει ένα σπίτι ξεκινώντας από τους πιο ψηλούς ορόφους, θεωρώντας ότι μπορεί να αφήσει για αργότερα τα θεμέλια.

Νομίζω πως αυτό ακριβώς είναι το βασικότερο πρόβλημα της χώρας. Δεκαετίες ολόκληρες τώρα, συζητούμε χωρίς αποτέλεσμα για το μέρος, αρνούμενοι να θέσουμε κανόνες λειτουργίας για το όλον. Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίζουμε και τις σημερινές μας προκλήσεις. Παρασυρόμενοι από την ψευδή αίσθηση του επείγοντος του ειδικού, παρεμβαίνουμε λανθασμένα, παραβιάζοντας τους θεμελιώδεις κανόνες του γενικού. Χειροτερεύοντας έτσι τα πράγματα. Ίσως, λοιπόν, ήρθε η ώρα να οδηγήσουμε τις σκέψεις μας λίγο βαθύτερα από όσο συνηθίζουμε.

Προσπάθησα να συμμετάσχω και εγώ στην συζήτηση, με ένα σχετικά εκτενές σχόλιο, το οποίο παραθέτω εδώ.

--------------------------------------------------------------------------------------

Μακάρι το πρόβλημα να ήταν αν θα πάμε με λεωφορείο, με τα πόδια, με ταξί ή με την πόρσε που μας αγόρασε ο μπαμπάς μας. Θα το είχαμε ήδη λύσει συζητώντας ή, ακόμη και αν δεν τα καταφέρναμε, θα το είχαν λύσει η ίδια η ζωή και ο χρόνος για λογαριασμό μας. Οι τόποι των ονείρων μας θα ήταν πάντα εκεί για να μας περιμένουν. Δυστυχώς το πρόβλημα μας είναι ότι, με όσα κάναμε, καταστρέψαμε τους ίδιους τους προορισμούς.

Προσωπικά, στο κείμενο του Βυτίου διέκρινα, ή απομόνωσα αν θέλετε, -παραμερίζοντας τις αποπροσανατολιστικές συνήθεις λεπτομέρειες, που μας κάνουν να χανόμαστε στην αναζήτηση του μέρους και να αγνοούμε στο τέλος το όλον-, μια νοσταλγία για την χαμένη αυθεντικότητα του τόπου. Εκείνη την αυθεντικότητα που ενυπάρχει ανεξάρτητα από τα προσωπικά γούστα, τις ιδιορρυθμίες και τις ιδιαιτερότητες του καθενός μας και που δεν περιέχεται σε αυτές αλλά, αντίθετα, τις περιέχει.

Το πρόβλημα της χώρας είναι αφενός πρόβλημα αισθητικής και αφετέρου πρόβλημα στοχοθέτησης. Η καθολική απουσία και των δύο αυτών πραγμάτων, που το ένα οριοθετεί τον ηθικό κόσμο στον οποίο ζητάμε να υπάρξουμε και το άλλο την αποτελεσματικότητα των πιο πεζών επιδιώξεων μας, παραπέμπει ευθέως στην απουσία συλλογικότητας, που είναι και το θεμελιώδες μας έλλειμμα. Υπό αυτήν την έννοια συζητήσεις, όπως για παράδειγμα αυτές που αναφέρονται στο τι είδους ανάπτυξη θέλουμε, παύουν να έχουν νόημα, αφού είτε είναι πρωθύστερες είτε, όταν γίνονται απολογιστικά, δεν καταλήγουν πουθενά, επειδή δεν υπάρχουν οι ελάχιστες σταθερές, με βάση της οποίες θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τα σημεία της σύγκλισης ή της διαφωνίας μας.

Δύο σοβαρά μέρη μπορεί να συζητούν για χρόνια για το εάν ο Παρθενώνας είναι πιο σημαντικός από τον Καθεδρικό του Στρασβούργου χωρίς να καταλήγουν πουθενά. Οι διαφωνίες τους, όμως, θα είναι θεμιτές, και πάνω από όλα παραγωγικές, μια και θα αφορούν το διαφορετικό είδος του νοήματος και της αρμονίας που αναδύεται από τα δύο κατασκευάσματα και θα εντοπίζονται πολύ μακριά από διλήμματα του τύπου ομορφιά ή ασκήμια. Αντίθετα μια συζήτηση για το αν προτιμούμε τα χυδαία αυθαίρετα της Λούτσας ή της παραλιακής από τα κατασκευάσματα της συντεταγμένα "αναπτυγμένης" Κηφισίας, στερείται πλήρως νοήματος. Διότι η όποια επιλογή αναγκαστικά θα περιορίζεται ανάμεσα σε δύο ειδών εφιάλτες. Μια που και τα δύο αυτά, τόσο τα ασυνάρτητα χαμόσπιτα των φτωχών καταπατητών, όσο και τα μελετημένα γυάλινα κουτιά των άλλων καταπατητών, -αυτών που φορούν γκρίζα κοστούμια, διαθέτουν λόμπυ, πολυπληθή νομικά γραφεία και την ευλογία του νόμου-, δεν εμπεριέχουν μέτρο, ρυθμό, συναρμογή με το τοπίο, άποψη και, πάνα από όλα, κατάθεση ψυχής.

Το ίδιο αντιπαραγωγικό αδιέξοδο θα ίσχυε και για μια ενδεχόμενη αντιπαράθεσή μας σχετικά με τους φορείς αυτής της επιθυμητής ανάπτυξης (ο λόγος πλέον για την οικονομική αποτελεσματικότητα).

Εδώ, οι οπαδοί της φιλελεύθερης προσέγγισης, προβάλλουν το αυταπόδεικτο χάλι της δημόσιας περιουσίας για να νομιμοποιήσουν ηθικά τις διεκδικήσεις τους. Με μεγάλη όμως πονηριά. Επειδή συνηθίζουν να ταυτίζουν την έννοια της εν γένει κρατικής δομής με την όλως εξαιρετική και πρωτοφανή για τα μέτρα του δυτικού κόσμου αθλιότητα και ανικανότητα της ελληνικής διοίκησης. Για να απαξιώσουν έτσι τεχνητά κάθε τι που διαθέτει δημόσιο χαρακτήρα (ευτυχώς το αγαθό παράδειγμα πλήθους δυτικών χωρών διαψεύδει μια τέτοια προσέγγιση - την διαψεύδει φυσικά μόνο στο πλαίσιο μιας συντεταγμένης και καλόπιστης συζήτησης, από αυτές που δεν συνηθίζονται από καιρό στον τόπο μας).

Από την άλλη, οι οπαδοί του δημόσιου χαρακτήρα των βασικών αγαθών θα θέσουν, εξίσου υποκριτικά, ως προμετωπίδα την διαφθορά που ακολουθεί κάθε εμπλοκή ιδιωτικού συμφέροντος. Θα μιλήσουν για την χωρίς δυνατότητα αναπλήρωσης ανάλωση και καταστροφή των φυσικών πόρων, που έρχεται νομοτελειακά σαν αποτέλεσμα της ατομικής απληστίας. Μια απληστίας που αναγκαστικά είναι τέτοια και τόση, αφού λειτουργεί με ορίζοντα δράσης πολύ βραχύτερο από αυτόν που θα διέθετε ένα οργανωμένο σχήμα, το οποίο υποτίθεται ότι πρέπει να υπηρετεί μια κοινωνία με προοπτική γενεών. Για να απαξιώσουν με την σειρά τους, τεχνητά κι αυτοί, κάθε είδους δημιουργική απόκλιση από τον ακίνητο βάλτο, στον οποίο μοιραία καταλήγει η μη ανανεούμενη επιβολή αμετακίνητων κυρίαρχων απόψεων. Που, όσο και αν κάποτε λειτουργούν σωστά, κάποια στιγμή, αν δεν εμπλουτισθούν με το καινούργιο, χάνουν την ζωντάνια και την αποτελεσματικότητα τους.

Για ποιους ιδιώτες όμως θα μιλάνε αυτοί οι κρατιστές; Ασφαλώς γι' αυτούς που αφέθηκαν από το ίδιο το κράτος να λειτουργήσουν μέσα σε ένα άναρχο περιβάλλον ανομίας, και διαφθοράς, από το οποίο απουσιάζει κάθε μορφής κανόνας και κοινωνικό συμβόλαιο. Θα μιλάνε γι' αυτούς για να συκοφαντήσουν κάτι με το οποίο αυτοί δεν έχουν καμία πραγματική σχέση. Την ιδιωτική πρωτοβουλία.

Το πρόβλημα μας, λοιπόν, είναι πολύ βαθύτερο και καμία εξειδικευμένη συζήτηση δεν πρόκειται να καταλήξει πουθενά εάν δεν μπορέσουμε προηγουμένως να το λύσουμε. Γιατί για να συζητήσουμε για το είδος της ανάπτυξης που θέλουμε ή για το κατάλληλο και περισσότερο επωφελές μοίρασμα των ρόλων των ιδιωτικών συμφερόντων και των κοινωνικών φορέων που θα αναλάβουν να την πραγματώσουν, πρέπει να αποφασίσουμε αν πριν από όλα αυτά είμαστε σε θέση να θέσουμε σαφείς και διακριτούς κανόνες. Αν μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια την διαφορά ανάμεσα στο ατομικό και το κοινωνικό δικαίωμα και, στην συνέχεια, να οριοθετήσουμε το εύρος του κάθε ενός από αυτά. Και τέλος αν έχουμε την θέληση και τους σταθερούς και δίκαιους μηχανισμούς να επιβάλλουμε αυτές τις αποφάσεις. Όποιες και αν είναι.

Σε διαφορετική περίπτωση η πόροι της χώρας, φυσικοί και ανθρώπινοι, πόροι που θα μπορούσαν να αποδώσουν πολλαπλάσια με ορθολογική διαχείριση, που θα ισορροπεί αρμονικά ανάμεσα στο συμφέρον της συλλογικότητας και στην ευημερία του ατόμου, (όπου το ένα θα υπάρχει για το άλλο), θα αναλίσκονται χωρίς δυνατότητα αναπλήρωσης, για να εξυπηρετήσουν τις προσωρινές ανάγκες επιβίωσης ενός ασυντόνιστου και ασυνάρτητου συνόλου μεμονωμένων μικροσυμφερόντων.

Τελικά, ας μην γελιόμαστε. Δεν υπάρχει καμία διαμάχη και κανένας πόλεμος μεταξύ κράτους και ιδιωτών στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει αντίθεση μεταξύ συλλογικού και ατομικού. Και αυτό επειδή δεν υπάρχει κρατική δομή, που να εκπροσωπεί με την εφαρμογή σταθερών κανόνων κάποιου είδους συλλογικότητα και να εγγυάται τις επί μέρους σχέσεις μεταξύ των μελών της.

Η πολιτική τάξη, τα ποικίλα παραρτήματα της δημοσιοϋπαλληλίας, τα ρετιρέ των συνδικάτων δεν είναι παρά ομάδες ιδιωτών, στις οποίες παραχωρήθηκαν οι κρατικές δομές και τα εργαλεία και οι οποίες απέκτησαν το δικαίωμα να νομοθετούν αυθαίρετα και ανέλεγκτα, σύμφωνα με τα ατομικά τους συμφέροντα, και να ασκούν νόμιμη βία κατά των πολλών ανυπεράσπιστων. Αυτά τα δήθεν ατομικά συμφέροντα είναι που διαγκωνίζονται με τα άλλα, τα υποτίθεται κανονικά, για το μοίρασμα του πλούτου αυτού της χώρας, που, δυστυχώς όμως, όπου να' ναι τελειώνει.

Πιστεύω πως, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, είμαστε υποχρεωμένοι να μεταθέσουμε το αντικείμενο της συζήτησης λιγάκι βαθύτερα, σε ένα πιο αφηρημένο επίπεδο.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: